- καύκος
- (I)καῡκος, ὁ (Μ)είδος ποτηριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].————————(II)και καύχος, ο (Μ καῡκος και καῡχος)εραστής, ερωμένοςνεοελλ.μοιχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα (II) με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καῦκοι — καῦκος cup masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί … Dictionary of Greek
ковчег — укр. ковчег, др. русск., ст. слав. ковъчегъ κιβωτός, θήκη (Еuсh. Sin., Супр.), болг. ковчег, сербохорв. ко̀вче̑г ящик, ларь . Вост. происхождения; ср. чагат. kорur сосуд , koburčak коробка (откуда венг. koporso), кюэр. koɣur гроб , монг. qagurčaq … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek
καυκοδιάκονος — καυκοδιάκονος, ὁ (Μ) αυτός που προσκόμιζε τα ποτήρια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος «ποτήρι, κύπελλο» + διάκονος «υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
καυκοπινάκιον — καυκοπινάκιον, το (Μ) βαθύ πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καῡκος (I) «κύπελλο» + πινάκιον «πιάτο»] … Dictionary of Greek
καύχος — (I) ο (Μ καῡχος) βλ. καύκος. (II) καῡχος, το (ΑΜ) [καυχώμαι] καύχηση, αλαζονεία … Dictionary of Greek
cauc — CAÚC1, cauce, s.n. 1. Potcap purtat de călugări. 2. Acoperământ de cap, înalt şi rotund, făcut din pâslă, pe care îl purtau în trecut boierii şi, uneori, femeile. – Din tc. kavuk. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 CAÚC2, cauce, s.n.… … Dicționar Român
καῦκον — neut nom/voc/acc sg καῦκος cup masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύκων — καῦκον neut gen pl καῦκος cup masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)